- ταναήκης
- τανάηκες και τανυήκης, τανύηκες, Α1. (για λόγχη ή ξίφος) αυτός που έχει επιμήκη ή οξεία αιχμή, κοφτερός2. ψηλός («ταναήκεις Ἄλπεις», Ορφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. τανα-ήκης (αντί *ταναο-ήκης, με σίγηση τού -ο-, πρβλ. ταναϋφής) < ταναός* «επιμήκης, μακρός», ενώ ο τ. τανυ-ήκης < αμάρτυρο επίθ. *τανής (βλ. και λ. τάνυμαι, τείνω) + -ήκης (< ἀκή «αιχμή»), πρβλ. νε-ήκης, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.